χολοσκάζω — και χολοσκάνω και χολοσκώ, άω, Ν 1. κάνω κάποιον να στενοχωρηθεί ή να εξοργισθεί, εξερεθίζω 2. (αμτβ.) βρίσκομαι σε άσχημη ψυχική κατάσταση, στενοχωριέμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χολή + σκάζω / σκάνω/ σκω] … Dictionary of Greek
χολοσκάζω — βλ. χολοσκάνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χολοσκάνω — Ν βλ. χολοσκάζω … Dictionary of Greek
χολοσκάω — και χολοσκώ, Ν βλ. χολοσκάζω … Dictionary of Greek
χολόσκαση — η, Ν [χολοσκάζω] χολόσκασμα … Dictionary of Greek
χολόσκασμα — το, Ν [χολοσκάζω] στενοχώρια, θλίψη … Dictionary of Greek
χολοσκάνω — και χολοσκάζω και χολοσκώ χολόσκασα, χολοσκασμένος 1. στενοχωρούμαι, δυσαρεστούμαι: Δε χολοσκάω, γιατί δεν ήρθε. 2. λυπώ, θλίβω, εξοργίζω: Το χολόσκασες το παιδί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)