χολοσκάζω

χολοσκάζω
χολοσκάνω (αόρ. χολόσκασα) 1. αμετ.
1) досадовать; сердиться; выходить из себя; 2) расстраиваться, огорчаться; 2. μετ. 1) сердить; выводить из себя; раздражать; 2) расстраивать, огорчать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "χολοσκάζω" в других словарях:

  • χολοσκάζω — και χολοσκάνω και χολοσκώ, άω, Ν 1. κάνω κάποιον να στενοχωρηθεί ή να εξοργισθεί, εξερεθίζω 2. (αμτβ.) βρίσκομαι σε άσχημη ψυχική κατάσταση, στενοχωριέμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χολή + σκάζω / σκάνω/ σκω] …   Dictionary of Greek

  • χολοσκάζω — βλ. χολοσκάνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χολοσκάνω — Ν βλ. χολοσκάζω …   Dictionary of Greek

  • χολοσκάω — και χολοσκώ, Ν βλ. χολοσκάζω …   Dictionary of Greek

  • χολόσκαση — η, Ν [χολοσκάζω] χολόσκασμα …   Dictionary of Greek

  • χολόσκασμα — το, Ν [χολοσκάζω] στενοχώρια, θλίψη …   Dictionary of Greek

  • χολοσκάνω — και χολοσκάζω και χολοσκώ χολόσκασα, χολοσκασμένος 1. στενοχωρούμαι, δυσαρεστούμαι: Δε χολοσκάω, γιατί δεν ήρθε. 2. λυπώ, θλίβω, εξοργίζω: Το χολόσκασες το παιδί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»